- προαγόρευμα
- προᾰγόρ-ευμα, ατος, τό,A prophecy, Chio Ep.4.1 (pl.);
π. Σιβύλλειον App.BC2.110
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. Σιβύλλειον App.BC2.110
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προαγόρευμα — prophecy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγόρευμα — ατος, τὸ, Α [προαγορεύω] προφητεία … Dictionary of Greek
προαγορεύματα — προαγόρευμα prophecy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαγορεύματος — προαγόρευμα prophecy neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)